ραγισματιά

ραγισματιά
και ραϊσματιά, η, Ν [ράγισμα, -ατος]
το αποτέλεσμα τού ραγίζω, ράγισμα, ρωγμή, σκάσιμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αραλίκι — το 1. χαραμάδα, ραγισματιά 2. ανάπαυση, νωθρότητα, τεμπελιά 3. κατάλληλη περίσταση, ευκαιρία 4. άνεση, ευρυχωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. aralik «μέσον, διάστημα τόπου και χρόνου»] …   Dictionary of Greek

  • χάραγμα — άγματος, το, ΝΜΑ, και χάραμα Ν [χαράσσω] η ενέργεια τού χαράζω, χάραξη γραμμών, γραμμάτων ή σχεδίων πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο νεοελλ. 1. ρωγμή, ραγισματιά 2. (μόνον στον τ. χάραμα) ξημέρωμα, λυκαυγές μσν. γράμμα τού αλφαβήτου μσν.… …   Dictionary of Greek

  • ράγισμα — το, ατος και ραγισματιά, η ραγάδα, ρωγμή, σκάσιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”